- ὀνησίπολις
- ὀνησῐ-πολις, [dialect] Dor. [pref] ὀνᾱς-, εως, ὁ, ἡ,A profitable to the state,
δίκα Simon.5.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίκα Simon.5.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονησίπολις — ὀνησίπολις και δωρ. τ. ὀνασίπολις, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που είναι ωφέλιμος για την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + πόλις, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
ὀνησίπολιν — ὀνησίπολις profitable to the state masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek